Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μνήσκομαι — (ΑΜ) μιμνήσκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μι μνή σκω χωρίς διπλασιασμό (πρβλ. υπο μνήσκω)] … Dictionary of Greek
μνήσκομαι — μιμνήσκω remind pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)